μισοκαμένος

μισοκαμένος
-η, -ο
αυτός που έχει καεί κατά το ήμισυ, που δεν έχει καεί εντελώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημίκαυστος — και ημίκαυτος, η, ο (Α ἡμίκαυστος και ἡμίκαυτος, ον) μισοκαμένος, εν μέρει ή κατά το ήμισυ καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + καυ(σ)τος (< καίω), πρβλ. ά καυ(σ)τος, πυρί καυ (σ)τος] …   Dictionary of Greek

  • ημίφλεκτος — η, ο (Α ἡμίφλεκτος, ον) σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ομό φλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] …   Dictionary of Greek

  • καψάλα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 59 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, 76 χλμ. ΒΑ της πόλης της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”